Σύνδεση Τώρα Σύνδεση στη Βιβλιοθήκη μου   ·   Όλες οι Βιβλιοθήκες στο Bookia
Τι είναι το Bookia;   ·   Blog   ·                     ·   Επικοινωνία  
Πως γράφω κριτική; Είμαι Συγγραφέας Είμαι Εκδότης Είμαι Βιβλιοπώλης Live streaming / Video
Το Βιβλίο στη Βιβλιοθήκη μου
Δεν αδειάζουμε να πεθάνουμε
Βιβλίο Νεοελληνική πεζογραφία - Αφήγημα >> Κυκλοφορεί
Για να γράψετε και εσείς την κριτική σας για αυτό το βιβλίο, πρέπει πρώτα να συνδεθείτε.
Σύνδεση Τώρα

  5
Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
03-11-2023 08:53
Υπέρ  Ενδιαφέρον, Καθηλώνει, Ανατρεπτικό, Γρήγορο, Τεκμηριωμένο
Κατά  
Δημήτρης Παπαχρήστος-Δεν αδειάζουμε να πεθάνουμε-εκδόσεις Τόπος

Γράφει η Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη

«Μια εικόνα χίλιες λέξεις αλλά και μια λέξη, άοπλοι. «Είμαστε άοπλοι , αδέλφια μας στρατιώτες, το μόνο μας όπλο είναι η πίστη στην Ελευθερία, στη Δημοκρατία, είμαστε άοπλοι»

Μετά από 50 χρόνια αυτή η βραχνή φωνή του συγγραφέα πια, Δημήτρη Παπαχρήστου, στρατιώτη τότε στο Πολυτεχνείο, ακούγεται ακόμη στα αυτιά μου, με ακολουθεί. Δεκάχρονη τότε, ζώντας στα Εξάρχεια, βλέποντας το κυνηγητό των φοιτητών στα στενά της συνοικίας από το μπαλκόνι του σπιτιού μου και τις αύρες-σαύρες όπως τις περιγράφει ο συγγραφέας, τσούζοντας τα μάτια μου από τα δακρυγόνα και ακούγοντας τη φωνή του από το σκεπασμένο με σεντόνι ραδιόφωνο για να μην δραπετεύει έξω από τους τοίχους, θαύμαζα όλα αυτά τα παιδιά με όνειρα και ιδανικά. Όλοι αυτοί οι ανώνυμοι που ζητούσαν και διεκδικούσαν τα αυτονόητα, έγιναν ο φάρος των δικών μου προσδοκιών.

Και να τώρα, μετά το «Αχ Μουρλοσκοτωμένο», ο Δημήτρης Παπαχρήστος εκδίδει το βιβλίο του «Δεν αδειάζουμε να πεθάνουμε», από τις εκδόσεις Τόπος. Η ιστορία του συνδέεται με την εξέγερση του Πολυτεχνείου και κυκλοφορεί πάνω στη συμπλήρωση 50 χρόνων από τότε. Ήρθε για να ξυπνήσει πάλι τη συλλογική μνήμη. Το βιβλίο αυτό των 115 σελίδων, με εξώφυλλο το κεφάλι που δημιούργησε ο γλύπτης Μέμος Μακρής, ξύνει το παρελθόν, φωνάζει για τη δικαίωση, φωνάζει προς τα σημερινά παιδιά ότι οι αγώνες συνεχίζονται για να δικαιωθούν από τα ίδια. Τον τίτλο τον εκλαμβάνω πώς δεν αδειάζουμε να πεθάνουμε μέχρι να μάθουν όλοι την αλήθεια από τους πρωταγωνιστές, επώνυμους και ανώνυμους για το Πολυτεχνείο. Σήμερα θέλουν να το σβήσουν, μα οι νεκροί φωνάζουν. Δεν έχασαν τη ζωή τους για να ξεχάσουμε τους αγώνες.

Η φλόγα μεγάλωνε, για μερικές μέρες δεν έσβησε, πρόλαβε να κάψει τον χρόνο κι όλο εκείνο το κομμάτι γίνηκε κόκκινο σημάδι στη μνήμη, παράξενη ιστορία γίνηκε που λέτε και τώρα τη διηγούνται στα παιδιά για παραμύθι να κοιμηθούν. Μα ο ύπνος δεν τα πιάνει.

Αναφέρει τον λόφο του Στρέφη και συνειρμικά αναδύονται οι ατομικές μνήμες. Μεγάλωσα στους πρόποδες του, εκεί που ο χωροφύλακας απειλούσε με το όπλο του τα νέα παιδιά ότι θα τους σκοτώσει. Έβλεπα τον φοιτητόκοσμο που χωνόταν στα σπίτια για να σωθούν από το κυνηγητό των χωροφυλάκων. Ατομική μνήμη και πώς να χαθεί; Στα μάτια ενός δεκάχρονου παιδιού αποτυπώνονται μια ζωή όλες αυτές οι εικόνες. Αναφέρει το καφενείο «Μουριά», παραδοσιακό στέκι του συγγραφέα και άλλων πολλών που ξεδιπλώνουν τις μνήμες. Το μαγαζί αυτό είναι το σκηνικό όπου γίνονται όλες οι συζητήσεις. Διαβάζοντας το βιβλίο, μού ήρθαν εικόνες τα Σαββατιανά πρωινά της λαϊκής αγοράς που αγόραζα μέλι και λουλούδια και μέσα έβλεπα τον Δημήτρη Παπαχρήστο να συνομιλεί με φίλους για τα γεγονότα εκείνης της εποχής αλλά και της πιο σύγχρονης.

Μιλά με την πέννα του με τους δυο φίλους του που μιλάνε μέσα από τον τάφο. Ο ένας, ο Στέλιος ο Γούτης, που μιλάει για τη Θεσσαλονίκη, για την εξέγερση και την κατάληψη εκεί. Ο άλλος, ο Ντεβίτο, ο Νικόλας ο Κοκόλας δηλαδή, συμμετείχε στην κατάληψη του Πολυτεχνείου στην Αθήνα, ήταν απ’ έξω και τραυματίστηκε, περιγράφοντας την κατάσταση απ’ έξω. «πες μου κι εσύ να τα μαγνητοφωνήσω για να τ’ ακούν αυτά που ζήσατε και ζήσαμε και οι αποθαμένοι». Και ξεκινά η περιγραφή λεπτό προς λεπτό τι διαδραματίστηκε από την Πέμπτη το μεσημέρι, μέχρι την Παρασκευή που μπήκαν τα τανκς. Ο Νικόλας ο Κοκόλας ο Ντεβίτο πριν φύγει έκανε την αναφορά του με μια υποσημίωση: «Αυτοί που αρπάνε το φαί απ’ το τραπέζι κηρύχνουν τη λιτότητα. Αυτοί που παίρνουν όλα τα δοσίματα ζητάνε θυσίες. Οι χορτάτοι μιλάνε στους πεινασμένους για τις μεγάλες εποχές που θα’ ρθουν, αυτοί που τη χώρα μας σέρνουνε στην άβυσσο…»

Μιλούσαν για το μαύρο στην ΕΡΤ, για το πρώτη φορά Αριστερά», για τον Σκαρίμπα και το θέατρο της Ριάλδη, για τον Μάνο Ελευθερίου, για τους Ποιητές, για τη νέα γενιά που θα πει το ψωμί ψωμάκι όπως την κατοχή, για τον Άρη Βελουχιώτη, για τον Σίσυφο και τον βράχο του, για τις ανεμογεννήτριες, «Τα έχουνε ξεγύμνωτα. Στο Γράμμο δοκιμάστηκαν οι βόμβες Ναπάλμ πριν από το Βιετνάμ και τώρα καίγονται όμορφα για να κάνουν αναδασώσεις, φυτεύοντας ανεμογεννήτριες γερμανικής προελεύσεως». Για τον φόβο ακόμη που έσπειραν οι τρομοκράτες, τη πλήρη υποταγή, την αναγκαία ρήξη και πολλά ακόμη. Πώς μπορείς να γλιτώσεις από τις μνήμες; Μονόδρομος είναι το Πολυτεχνείο για τον Δημήτρη Παπαχρήστο , θέλοντας και μη δεν μπορεί να το αγνοήσει. Μνημονεύει τριάντα εφτά υπαρκτά πρόσωπα που βίωσαν καταστάσεις, που είδαν τον θάνατο με τα μάτια τους. Θα τα βρούμε στο τέλος του. Γιατί το Πολυτεχνείο ήταν μια αλήθεια και πώς να ξεχάσεις την εξέγερση των νέων εκείνων παιδιών;. Για να ζούμε εμείς σήμερα σχεδόν ελεύθεροι και να δεχόμαστε αδιαμαρτύρητα όλα όσα μας σερβίρουν χύθηκε αίμα.

«Δεν αδειάζουμε να πεθάνουμε» γιατί πρέπει να συνεχίσουν όσοι έζησαν το Πολυτεχνείο, να μιλούν γι’ αυτό. Να συνεχίσουν την προσπάθεια δικαίωσης γιατί κάθε μέρα πρέπει να αγωνίζεται ο κάθε άνθρωπος για το αυτονόητο. Την Παιδεία, το ψωμί και την Ελευθερία. Πρότυπα ήταν και είναι όλοι οι αγωνιστές για μένα. Στη μνήμη των νεκρών αλλά και τους αγώνες των ζωντανών συνεχίζω να μιλώ για εκείνες τις μέρες. Ήταν σύμβολα που εμπνέουν όσο τα ΜΜΕ και οι πολίτες το ξεχνούν. Προσπαθούν να το καπηλευτούν, να το διαβάλουν, να το πλαστογραφήσουν, να το θάψουν. Τους πονάει το Πολυτεχνείο, όπως λέει ο Δημήτρης Παπαχρήστος γι αυτό θέλουν να το ξεχάσουν. Ιδιαίτερα στην περιφέρεια που δεν είχαν καταλάβει τίποτε ούτε έμαθαν τι έγινε, συμπληρώνω.

Και γράφει ο συγγραφέας: «Το αίμα δεν ξέρω αν αναζητάει εκδίκηση, οπωσδήποτε όμως ζητάει δικαίωση». Το βιβλίο είναι λογοτεχνία ψυχής, είναι ένα βιβλίο μνήμης, είναι βιβλίο αξιών και ιδανικών που απουσιάζουν στις μέρες που ζούμε, Της ισοπέδωσης, του ατομικού συμφέροντος, του χρήματος και της προβολής. Του «όλοι ίδιοι είναι». Βρίσκουν δικαιολογίες ότι κάποιοι εκμεταλλεύτηκαν το Πολυτεχνείο και καιροσκόπησαν, για να το αφανίσουν. Μα το Πολυτεχνείο δεν είχε ποτέ ιδιοκτήτες, δεν ανήκε σε κάποιους παρά μόνο στον λαό. Όσοι λοιπόν συνεχίζουν να ελπίζουν, να αγωνίζονται, να νιώθουν πως η δικαίωση έρχεται μετά από αγώνες, ας διαβάσουν το νέο βιβλίο του Δημήτρη Παπαχρήστου «Δεν αδειάζουμε να πεθάνουμε». Γιατί πιστεύω πως ούτε οι ίδιοι αδειάζουν να πεθάνουν. Νιώθω πως έχουν το ίδιο χρέος. Ακόμη να το διαβάσουν κι αυτοί που πιστεύουν πως το Πολυτεχνείο είναι ένας μύθος, ότι δεν σκοτώθηκαν στο Πολυτεχνείο. Καλοτάξιδο να είναι!

. Ούτε με τα συνθήματα ούτε με τα ποιήματα αλλάζει. Χρειάζεται μάτωμα, χρειάζεται να πονέσουμε, να πληγωθούμε για να μην ξεχάσουμε. Πάντα να έχουμε το α μπροστά στη λήθη, που έχει ανοιχτό το στόμα να μας καταπιεί.»
«Σαν σταθμό ανεφοδιασμού των νέων για να συνεχίσουν και να φτάσουν εκεί που δεν καταφέραμε εμείς. Για να μπορέσουν να προλάβουν το μέλλον γιατί αλλιώς δεν θα το συναντήσουν ποτέ.

«Η σημασία των πουλιών δεν φανερώνεται σαν τα φονεύσεις με δίκανο σε φθινοπωρινό κυνήγι. Η σημασία των πουλιών υπάρχει μόνο όταν πετούν. Για να θυμίζουν τον ξεχασμένο προορισμό μας, που είναι κάποτε να πετάξουμε κι εμείς…»
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;  
Ναι
  /  
Όχι
  

Όλες οι σχέσεις του βιβλίου
Το ακολουθούν
0
Το έχουν
1
Το θέλουν
0
Αγαπημένο τους
1
Το δανείζουν
0
Το δάνεισαν
0
Το δανείστηκαν
0
Το διάβασαν
1
Το διαβάζουν
0
Το χαρίζουν
0
Το ανταλλάσσουν
0
``

Θέλετε να λαμβάνετε ενημέρωση από το Bookia;

Πηγή δεδομένων βιβλίων



Χορηγοί επικοινωνίας






Κοινωνικά δίκτυα